καρτερῶν

καρτερῶν
καρτερέω
to be steadfast
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
καρτερός
strong
fem gen pl
καρτερός
strong
masc/neut gen pl
καρτερόω
strengthen
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
καρτερόω
strengthen
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
καρτερόω
strengthen
pres part act masc nom sg
καρτερόω
strengthen
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καρτέρωνα — Καρτέρων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Carteron — CARTĔRON, ŏnis, Gr. Καρτέρων, ονος, (⇒ Tab. XIX.) einer von den vielen Söhnen des Lykaons, welche Jupiter endlich ihrer Bosheit halber, mit dem Blitze erschlug undverbrannte. Apollod. lib. II. c. 8. §. 1 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • καρτερούντως — (Α) επίρρ. με καρτερία, καρτερικά, θαρραλέα («παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως ἀμυνομένων τὴν τύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καρτερῶν, οῦντος (καρτερῶ), πρβλ. αρκ ούντως] …   Dictionary of Greek

  • Λαχανά, δήμος — Νέος δήμος (3.779 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Καρτερών, Λαχανά, Λευκοχωρίου, Νικοπόλεως και Ξυλοπόλεως, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • Στεφάνια — Ορεινός οικισμός (114 κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καρτερών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”